-
1 отросток
1. тех. о κλάδος, το παρακλάδι (του σωλήνα)приёмный - осушительного трубопровода - της αναρρόφησης του δικτύου αποστράγγισης2. бот. о βλαστός.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отросток
-
2 патрубок
тех. о σωλήνας διακλάδωσηςприёмный - εισαγωγής/αναρρόφησηςприёмный - осушительного насоса - αναρροφητικός - της αντλίας αποστράγγισης- турбины выхлопной - εξαγωγής (καυσαερίων) τουστροβίλου/της τουρμπίνας- центробежного вентилятора входной{}выходной{} - εισαγωγής/εξαγωγής του φυγόκενρου ανεμιστήραРусско-греческий словарь научных и технических терминов > патрубок
-
3 клапан
1. тех. η βαλβίδα, το επιστόμιοатмосферный (тепл.) - ατμοσφαιρική -быстродействующий - γρήγορης/άμεσης λειτουργίαςбыстрозакрывающийся - γρήγορου/άμεσου κλεισίματοςбыстрооткрыва-ющийся - γρήγορου/άμεσου ανοίγματοςвыхлопной - καυσαερίων/εξάτμισης- д.в.с выхлопной - εξαγωγής καυσαερίων της μηχανής εσωτερικής καύσεως (ΜΕΚ)- αέροςзабортный мор. - θαλάσσηςмногоходовой - πολλών ροών/διαδρόμωνнагнетательный - κατάθλιψης, καταθλιπτική -отливной - εξαγωγής/εκροήςперепускной - см. перегрузочныйпитательный - παροχής/τροφοδοτησηςрегулировочный - ελέγχου/χειρισμούредукционный - μείωσης της πίεσης, ο μειωτήραςсекущий - απομόνωσης, - слива топлива ав. - εκροής καυσίμωνстопорный - διακοπής/ασφάλισης, тарельчатый - δισκοειδής -тормозной - φρένου/πέδης2. муз. τοκλειδί (μουσικού οργάνου) 3. анат. η βαλβίδαдвустворчатый - см. митральный -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > клапан
-
4 трубопровод
ο (σωλην)αγωγόςη σωλήνωση, η γραμμή σωληνώσεωντο δίκτυο σωληνώσεωνбалластный мор. - έρματοςкабельный - καλωδίων, конденсаторный - συμπυκνώματοςприёмно-от-ливной мор. - αναρρόφησης-εξαγωγήςприёмный - забортной воды мор. - εισα-γωγής/αναρρόφησης νερού της θάλασσαςсточный - ο οχετός, ο υπόνομοςшпигатный - мор. τοδίκτυο των μπουνιώνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > трубопровод